- ανέλυτρα
- τα (Α ἀνέλυτρα)Ζωολ. ονομασία εντόμων που δεν έχουν έλυτρο (κάλυμμα) στα φτερά τους, όπως π.χ. οι μέλισσες, σε αντίθεση με τα κολεόπτερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνέλυτρα — ἀνέλυτρος unsharded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)